- ποδοβολητό
- adım sesi, ayak sesi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ποδοβολητό — το, Ν ο κρότος από το βάδισμα ή το τρέξιμο πολλών ανθρώπων ή ζώων, ιδίως αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ + κατάλ. ητό (πρβλ. ροχαλ ητό)] … Dictionary of Greek
ποδοβολή — η, Ν το ποδοβολητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
ποδοβόλημα — το, Ν [ποδοβολώ] το ποδοβολητό … Dictionary of Greek
ποδοκόπι — το / ποδοκόπιον, ΝΜ νεοελλ. ο κρότος ρυθμικού βηματισμού, το ποδοβολητό μσν. φιλοδώρημα για κάποια μικρή εξυπηρέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κόπι*] … Dictionary of Greek
ποδολάτι — το, και ποδόλατος, ο, Ν το ποδοβολητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατος (< πους + ελαύνω)] … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
αλαφιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. μτβ., φοβίζω, τρομάζω: Ήρθες ξαφνικά και μ αλάφιασες. 2. αμτβ., φεύγω φοβισμένος, ταραγμένος: Με τις φωνές και το ποδοβολητό αλάφιασε και έτρεξε για τον κρυψώνα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποδοβολή — ποδοβολή, η και ποδοβολητό, το κρότος βαδίσματος ή τρεξίματος ζώων ή ανθρώπων: Ακούστηκε μέσα στη νύχτα ποδοβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποδοκόπι — το 1. φιλοδώρημα ή αμοιβή για υπηρεσία που χρειάστηκε πεζοπορία ή τρέξιμο: Και για το ποδοκόπι σας, σαν φέξει, θα σας κάνω καλό τραπέζι (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. ποδοβολητό, βηματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)